- κυκλοφορικός
- -ή, -όβλ. κυκλοφοριακός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κυκλοφορικός — και κυκλοφοριακός, ή, ό (AM κυκλοφορικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυκλοφορία (α. «κυκλοφορι[α]κές διαταραχές τού αίματος» β. «το κυκλοφοριακό πρόβλημα στην Αθήνα είναι δυσεπίλυτο») 2. αυτός που αναφέρεται η αποβλέπει… … Dictionary of Greek
κυκλοφοριακός — ή, ό βλ. κυκλοφορικός … Dictionary of Greek
ՇՐՋԱԲԵՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0495 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c ա. κυκλοφορικός, κυκλικός orbicularis, circularis. Պարբերական. պարառիկ. շրջանաւոր. հոլովական՞ *Հինգերորդ եւ շրջաբերական բնութիւնն, յորմէ առաջինքն ասեն կատարել… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κυκλοφοριακός — κυκλοφοριακός, ή, ό και κυκλοφορικός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυκλοφορία: Το κυκλοφοριακό σύστημα λειτουργεί κανονικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)